ἐνειλιγμένα

ἐνειλιγμένα
ἐνελίσσω
roll up in
perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic)
ἐνειλιγμένᾱ , ἐνελίσσω
roll up in
perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic)
ἐνειλιγμένᾱ , ἐνελίσσω
roll up in
perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”